- ιαιβοί
- ἰαιβοῑ (Α)κωμικό επιφώνημα θαυμασμού και εκπλήξεως, αλλ. αιβοί («ἰαιβοῑ αἰβοῑ τάδε μ' ἀρέσκει», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰαιβοῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)